πισωδρόμισμα

πισωδρόμισμα
και πισοδρόμισμα, το, και πισωδρομισμός, ο, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωδρομώ, οπισθοχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πισωδρομώ + κατάλ. -ισμα / -ισμός, κατά τα ουσ. από ρ. σε -ίζω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πισωδρόμισμα — το η πράξη του πισωδρομώ, η κίνηση προς τα πίσω, η υποχώρηση: Με το πισωδρόμισμα έπεσα στο λάκκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πισοδρόμισμα — το, Ν (δ. γρφ.) βλ. πισωδρόμισμα …   Dictionary of Greek

  • καρκινοβασία — η πισωδρόμισμα, αργή πρόοδος, καθυστέρηση: Η υλοποίηση των αποφάσεων γίνεται με σχετική καρκινοβασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποχώρηση — η 1. το να υποχωρεί κανείς, η οπισθοχώρηση, το πισωδρόμισμα: Άτακτη υποχώρηση του στρατού. 2. καθίζηση, κατολίσθηση: Υποχώρηση του εδάφους. 3. περιορισμός αξιώσεων, συγκατάβαση, συμβιβαστικότητα: Στις διαπραγματεύσεις δεν κάνει υποχώρηση καμιά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”